- μεθήλιξ
- μεθῆλιξ, -ικος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που ανήκει σε μεταγενέστερη ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἧλιξ «ίσος, συνομίληκος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθηλικέστερος — μεθηλικέστερος, ον (Α) [μεθήλιξ] μεταγενέστερος … Dictionary of Greek
μεθηλικία — και ιων. τ. μεθηλικίη, ἡ (Α) [μεθήλιξ] η κατάσταση ή η σχέση ανθρώπων που έχουν την ίδια ηλικία, ομηλικία … Dictionary of Greek
μεθηλικιούμαι — μεθηλικιοῡμαι, όομαι (ΑM) [μεθήλιξ] περνώ από τη μια ηλικία σε άλλη … Dictionary of Greek